- άγριππος
- ἄγριππος, η (Α)άγρια ελιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄγριππος — wild olive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίππου — ἄγριππος wild olive masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγριππον — ἄγριππος wild olive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek